- ακανθόμετρα
- (acanthometron). Θαλάσσια πρωτόζωα που ανήκουν στην τάξη των ακτινοπόδων και ο οργανισμός τους περιβάλλεται από μια κάψα που δεν έχει πόρους και αποτελείται από ακανθίνη. Πρωτοεμφανίστηκαν στην κάμβριο περίοδο και πιθανώς τα μεγάλα αποθέματα κιμωλίας στο Ντόβερ της Αγγλίας να οφείλονται στο περίβλημα αυτών των πρωτόζωων. Η τροφή τους αποτελείται από βακτήρια, φύκη, διάτομα και άλλα παρόμοια πρωτόζωα και τη συλλαμβάνουν με τα πολυάριθμα ακτινωτά ψευδοπόδια ή αξοπόδια που διαθέτουν και τα οποία στην επαφή τους με τη λεία εκκρίνουν μια κολλώδη ουσία που την παγιδεύει.
Dictionary of Greek. 2013.